Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πάσχῃ, να


Ερμηνεία:

 [τρίτο πρόσωπο ενικού υποτακτικής του ρ. πάσχω (υποφέρω, είμαι ασθενής, κάτι μου συμβαίνει)]  



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πάσχω (υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω σωματικά ή ψυχικά ή και τα δύο), Καινή Διαθήκη 40 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… και να πάσχ ναιμίαν…[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: